Βρήκα μέσα στα μάτια σου τα βιβλία που δεν έγραψα.
Θάλασσες. Κόσμους. Πολιτείες. Ορίζοντες. Κανάλια.
Βρήκα τ’ αυτοκρατορικά όρη της γης κι απάνω τους
τις δύσες με τα κόκκινα σύννεφα. Τα μεγάλα
ταξίδια που δεν έκαμα βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τους γελαστούς μου φίλους
που μου τους σκέπασεν η γης, η χλόη, το χιόνι, η νύχτα.
Τα λόγια που θα μου ’λεγαν βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα τους μελαγχολικούς γήλοφους της πατρίδας μας
να στέκονται μες στη σιωπή σα ν’ ακούσανε τη φωνή μου.
Έρχομαι! ως να τους φώναζα, «έρχομαι» να κουνάνε
τις ταπεινές τους κουμαριές, βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τον πόλεμο τελειωμένο.
Πουλάκια και ήλιος στα κλαδιά! Το παιδικό μου σύμπαν
με τις χρυσές του ζωγραφιές, βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Όσους σταυρούς δεν έμπηξαν στη γης μετά τις μάχες,
χιλιάδες, σ’ έναν κόκκινο κάμπο από παπαρούνες,
μακριές σειρές, ανώνυμους σταυρούς, πάνω και κάτω,
τους σταυρούς όλων των εθνών, βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τις νύχτες να κυλάνε
μεγάλους ποταμούς σιωπής, όπως στα έξι μου χρόνια.
Της θλίψης την αστροφεγγιά βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τον κόσμο να με θυμάται
κι όλα όσα αντίκρυσα παιδί να με φωνάζουν με τ’ όνομά μου.
Της δικαιοσύνης η σκηνή∙ την καλοσύνη που έγνεφε
να πλησιάσουν τα βουνά βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα την αιωνιότητα του ήλιου ανανεωμένη.
Τη χλόη να φέγγει των αρνιών τα πόδια. Την αυγή
να βάφει το άσπρο τους μαλλί. Στ’ άσπρα σαν την ειρήνη
ντυμένη τη μητέρα μου βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Αν ήτανε όλα εδώ πιο απλά, όπως η «καληνύχτα»
κ’ η «καλημέρα», όπως το φως στα τζάμια την αυγή,
αν ήτανε όλα εδώ πιο απλά, τότε, σ’ αυτόν τον κόσμο,
θε να ’χαμε ένα απέραντο σπίτι. Θε να ’μαστε άγγελοι.
Το αιώνιο μου παράπονο βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Αύριο, όταν φύγεις, άνοιξε τα μάτια σου να ιδεί,
να ξέρει ο ήλιος, ο Θεός να ιδεί, όσα με γνώρισαν
όλα να ιδούν στα μάτια σου. Σου αφήνω αυτό που είμαι
να ιδούν ότι έμεινα ο πιστός του ανθρώπου. Την ψυχή μου,
αυτόν τον λαβωμένο Ιησού αφήνω μέσα στα μάτια σου.
Θάλασσες. Κόσμους. Πολιτείες. Ορίζοντες. Κανάλια.
Βρήκα τ’ αυτοκρατορικά όρη της γης κι απάνω τους
τις δύσες με τα κόκκινα σύννεφα. Τα μεγάλα
ταξίδια που δεν έκαμα βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τους γελαστούς μου φίλους
που μου τους σκέπασεν η γης, η χλόη, το χιόνι, η νύχτα.
Τα λόγια που θα μου ’λεγαν βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα τους μελαγχολικούς γήλοφους της πατρίδας μας
να στέκονται μες στη σιωπή σα ν’ ακούσανε τη φωνή μου.
Έρχομαι! ως να τους φώναζα, «έρχομαι» να κουνάνε
τις ταπεινές τους κουμαριές, βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τον πόλεμο τελειωμένο.
Πουλάκια και ήλιος στα κλαδιά! Το παιδικό μου σύμπαν
με τις χρυσές του ζωγραφιές, βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Όσους σταυρούς δεν έμπηξαν στη γης μετά τις μάχες,
χιλιάδες, σ’ έναν κόκκινο κάμπο από παπαρούνες,
μακριές σειρές, ανώνυμους σταυρούς, πάνω και κάτω,
τους σταυρούς όλων των εθνών, βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τις νύχτες να κυλάνε
μεγάλους ποταμούς σιωπής, όπως στα έξι μου χρόνια.
Της θλίψης την αστροφεγγιά βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τον κόσμο να με θυμάται
κι όλα όσα αντίκρυσα παιδί να με φωνάζουν με τ’ όνομά μου.
Της δικαιοσύνης η σκηνή∙ την καλοσύνη που έγνεφε
να πλησιάσουν τα βουνά βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα την αιωνιότητα του ήλιου ανανεωμένη.
Τη χλόη να φέγγει των αρνιών τα πόδια. Την αυγή
να βάφει το άσπρο τους μαλλί. Στ’ άσπρα σαν την ειρήνη
ντυμένη τη μητέρα μου βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Αν ήτανε όλα εδώ πιο απλά, όπως η «καληνύχτα»
κ’ η «καλημέρα», όπως το φως στα τζάμια την αυγή,
αν ήτανε όλα εδώ πιο απλά, τότε, σ’ αυτόν τον κόσμο,
θε να ’χαμε ένα απέραντο σπίτι. Θε να ’μαστε άγγελοι.
Το αιώνιο μου παράπονο βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Αύριο, όταν φύγεις, άνοιξε τα μάτια σου να ιδεί,
να ξέρει ο ήλιος, ο Θεός να ιδεί, όσα με γνώρισαν
όλα να ιδούν στα μάτια σου. Σου αφήνω αυτό που είμαι
να ιδούν ότι έμεινα ο πιστός του ανθρώπου. Την ψυχή μου,
αυτόν τον λαβωμένο Ιησού αφήνω μέσα στα μάτια σου.