Τί καλά που ’ναι στο σπίτι μας
τώρα που όξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας,
τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράματα:
δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση
μαζεμένη τόση ασπρίλα!
Όμως κάτου, τουρτουρίζοντας
το κορίτσι εκείνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας.
Ψωμί λέγει πως δεν έχει,
πως κρυώνει, πως επάγωσε…
«Έλα μέσα, κοριτσάκι.
Το τραπέζι μας εστρώθηκε
κι αναμμένο είναι το τζάκι.»