Κοιτάζω γύρω μου τις μεγάλες πολυκατοικίες
Τα άθλια διαμερίσματα, κρύβουν τους ανθρώπους
Ακούω καθημερινά μονότονες ιστορίες
Τα όνειρα που χαθήκαν για τους κοινούς τόπους
Μορφάζω στους δίπλα μου, κάνω τα πιο φθηνά αστεία
Ξέρω πως η μέρα μου κάποτε θα τελειώσει
Θα στρώσουν τα κρεβάτια τους όπως κάναν στη θητεία
Καμιά θερμή επιθυμία δεν θα τους σώσει
Πάνε κάθε μέρα στις δουλειές τους σέρνοντας τα πόδια
Οι συνετοί τουλάχιστον, πρέπει να ουρλιάξουν
Περνάνε την βαριά πόρτα μαζί σαν σφαγμένα βόδια
Τα καθιερωμένα τρέμουν πως θα τους αλλάξουν
Οι διαμαρτυρόμενοι θα καταπιούν την οργή τους
Οι δειλοί τον εαυτό τους πρέπει να μισήσουν
Οι ρουφιάνοι ξέρουν πως είναι ολότελα δικοί τους
Με τα ψιλά γράμματα θα τους χρησιμοποιήσουν
Ύστερα από υπερωρίες θα γυρίσουν σπίτι
Στην τηλεόραση θα δουν πολλές μαλακίες
Κανείς τους δεν ξέρει ποιος είναι, τι ακριβώς του λείπει
Τους αρκεί να κάνουν οικογένειες τις ανίες
Αν καταφέρουν να ξεκουραστούν, έχει καθιερωθεί
Πως να ξοδέψουν το χρόνο τους, για να ψωνίσουν
Ο καταναλωτικός άνθρωπος ξέρει πως να ντυθεί
Και στα τυφλά θέλουν να τον κοινωνικοποιήσουν
Κάθε Σάββατο για να διαδώσουν τον εγωισμό τους
Θα επιδεικνύονται με το αυτοκίνητο
Υπερηφανεύονται για τον ευτελή κορεσμό τους
Και πως απόκτησαν το μεγάλο ακίνητο
Δέσμιοι στις μαίες τράπεζες, λάτρεις του Θεού-Χρήματος
Αφιερώνουν τη ζωή μόνο στον εαυτό τους
Γυαλίζουν σχολαστικά το μάρμαρο ενός μνήματος
Αφοσιώνονται αποκλειστικά στο σκοπό τους
Αν κάποτε τους ρωτήσεις για τον προσωπικό χρόνο
Θα πουν πως δεν προλαβαίνουν καν να απαντήσουν
Έχουν πολλές υποχρεώσεις και προβλήματα μόνο
Την τέχνη που αγάπησαν θα την λησμονήσουν
Για την φτώχια ξέρουν μονάχα να παραπονιούνται
Στα γήπεδα τις Κυριακές, βρίζουν να ξεσπάσουν
Δακρύζουν μπροστά σε εικόνες καθώς νέοι θυμούνται
Πώς τότε σκεφτόντουσαν τον κόσμο να αλλάξουν