Περιπλανιέμαι στο δάσος
σαν ζώο που κατοικεί εκεί
το βήμα μου είναι αργό σαν σε κηδεία
Φορώ μια χειρουργική μάσκα
και στα μαβιά είμαι ντυμένος
Τα χέρια μου είναι καλυμμένα
με πούπουλα ματωμένα
ενός ακόμη λευκού περιστεριού
Μια ασημένια βέρα στολίζει το δείκτη
του δεξιού μου χεριού
όπου κρατώ τα άπαντα του Καρυωτάκη
και το Κοράκι του Poe
Σε ένα πεύκο είναι χαραγμένο το σχήμα του σταυρού
μια μαύρη γραβάτα κρέμεται από ένα γυμνό κλαδί του
Περπατώ με σκυφτό το κεφάλι σαν μετανάστης
ώσπου ξαφνικά, ένα χέρι με κρατά από τον γιακά
Σταματώ, μα εκείνο επίμονα με τραβά προς τα πίσω
Ρίχνω μια ματιά, μα δεν βλέπω κανένα!
Ανασαίνω γρήγορα και πέφτω ανάσκελα
πάνω σε ένα λευκό σεντόνι
Αποχωρίζομαι με μια βίαιη κίνηση τη μάσκα
απαγγέλω δυνατά το ποίημα μου ‘’Χρόνος’’
κοιτώντας τον Ήλιο
Τελειώνοντας, σηκώνομαι ανακουφισμένος
τραβώ το σεντόνι με την αγωνία του αγνώστου
δυο σκουλήκια βρίσκονται από κάτω!
Με μια έκφραση αηδίας τα κοιτάζω
και κραυγάζω τη φράση του Άμλετ
‘’το δρόμο της τραβάει η ζωή ότι εμείς κι αν κάνουμε’’!
Έπειτα τα συνθλίβω με μια πέτρα γεμάτος μίσος
Ταραγμένος σκάβω με τα χέρια μου το χώμα
όπου θάβω βαθιά μέσα τα δύο βιβλία
Αρπάζω ένα κερί που βρίσκεται λίγο πιο πέρα
που μοιάζει σαν να φύτρωσε εκεί
και το σπάω στη μέση!
Απομακρύνομαι κρατώντας το σπασμένο κερί
αφήνοντας πίσω τα απομεινάρια του παρελθόντος.