http://www.toperiodiko.gr/γιώργος-σαραντάρης-ιταλός-έλληνας-ή-σ/#.Vjabzvv62-c
Γράφει: Βασίλης Ρούβαλης - ΑΝΘΡΩΠΟΙ, Πορτρέτα - 28/10/2015
Επιλέγουμε να παρουσιάσουμε ένα μικρό πορτρέτο του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη, εν είδει αναφοράς στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Ο ποιητής Σαραντάρης, παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου αρχίζει να μετατρέπεται σε στρατιώτη Σαραντάρη. Και η σύγχυση παραμένει στο μυαλό του μέχρι τις τελευταίες του ώρες. Η οποία βαθαίνει περισσότερο, όταν χρειάζεται να αναλογιστεί την εθνικότητά του: Έλληνας ή Ιταλός;
Το πρόσωπο και το έργο αντιπροσωπεύουν αυτή τη νέα πνοή που χρειαζόταν ο πνευματικός κόσμος στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για να κάνει το ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός – είναι ο Γιώργος Σαραντάρης. Στα μάτια των συνδαιτημόνων του υπήρξε ένας «απόκοσμος» εκπρόσωπος της ποίησης και της φιλοσοφίας, ο Ιταλός ελληνόφωνος και ο Έλληνας ιταλόφωνος, που βρέθηκε στην προπολεμική Αθήνα για να συνδέσει τη μοίρα του με μία από τις πιο έντονες σελίδες των νεοελληνικών γραμμάτων, τη λεγόμενη «Γενιά του Τριάντα». Άλλο τόσο συνέδεσε τη βιωμένη αλήθεια του, ως διανοούμενος, με τις κακουχίες του αλβανικού μετώπου: βρέθηκε ως στρατιώτης στην πρώτη γραμμή, σίγουρα ανίκανος να υπερασπιστεί οποιαδήποτε ιδέα ή τον εαυτό του, υπέκυψε τον Φεβρουάριο του 1941, σε ηλικία 33 ετών.
Από τη σκοπιά της φιλολογίας και της κριτικής, ο Σαραντάρης είναι ποιητής και εισηγητής της ανανεωμένης ευρωπαϊκής αντίληψης στη λογοτεχνία και τις ιδέες, σε μια Ελλάδα καταρρακωμένη από τη μικρασιατική καταστροφή, την κοινωνική αναστάτωση και τον οικονομικό στραγγαλισμό από το ΔΝΤ και τους δανειστές… Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα -είναι πια κοινός τόπος- προσέδωσε μίαν αδιόρατη αλλά ισχυρή ώθηση στη μουδιασμένη και προφανώς αποκομμένη λογοτεχνική κοινότητα από τις διεθνείς εξελίξεις του Μεσοπολέμου.
Επιλέγουμε να παρουσιάσουμε ένα μικρό πορτρέτο του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη, εν είδει αναφοράς στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Ο ποιητής Σαραντάρης, παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου αρχίζει να μετατρέπεται σε στρατιώτη Σαραντάρη. Και η σύγχυση παραμένει στο μυαλό του μέχρι τις τελευταίες του ώρες. Η οποία βαθαίνει περισσότερο, όταν χρειάζεται να αναλογιστεί την εθνικότητά του: Έλληνας ή Ιταλός;
Το πρόσωπο και το έργο αντιπροσωπεύουν αυτή τη νέα πνοή που χρειαζόταν ο πνευματικός κόσμος στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για να κάνει το ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός – είναι ο Γιώργος Σαραντάρης. Στα μάτια των συνδαιτημόνων του υπήρξε ένας «απόκοσμος» εκπρόσωπος της ποίησης και της φιλοσοφίας, ο Ιταλός ελληνόφωνος και ο Έλληνας ιταλόφωνος, που βρέθηκε στην προπολεμική Αθήνα για να συνδέσει τη μοίρα του με μία από τις πιο έντονες σελίδες των νεοελληνικών γραμμάτων, τη λεγόμενη «Γενιά του Τριάντα». Άλλο τόσο συνέδεσε τη βιωμένη αλήθεια του, ως διανοούμενος, με τις κακουχίες του αλβανικού μετώπου: βρέθηκε ως στρατιώτης στην πρώτη γραμμή, σίγουρα ανίκανος να υπερασπιστεί οποιαδήποτε ιδέα ή τον εαυτό του, υπέκυψε τον Φεβρουάριο του 1941, σε ηλικία 33 ετών.
Από τη σκοπιά της φιλολογίας και της κριτικής, ο Σαραντάρης είναι ποιητής και εισηγητής της ανανεωμένης ευρωπαϊκής αντίληψης στη λογοτεχνία και τις ιδέες, σε μια Ελλάδα καταρρακωμένη από τη μικρασιατική καταστροφή, την κοινωνική αναστάτωση και τον οικονομικό στραγγαλισμό από το ΔΝΤ και τους δανειστές… Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα -είναι πια κοινός τόπος- προσέδωσε μίαν αδιόρατη αλλά ισχυρή ώθηση στη μουδιασμένη και προφανώς αποκομμένη λογοτεχνική κοινότητα από τις διεθνείς εξελίξεις του Μεσοπολέμου.
Ο κόσμος των λέξεων είναι πλασμένος από νοήματα χειμαρρώδη, εικόνες φωτερές και προσδοκίες˙ για εκείνον, το πνεύμα και η αιωνιότητα είναι σύντροφοι στο όραμα του ανθρώπου. Αγαπούσε το ωραίο, ως έννοια πολύσημη, ως αντίληψη επίπλαστη αλλά και γόνιμη, σταθερή. Σε αντίθεση με αυτά, ήταν φανερή η ανικανότητά του να διαχειριστεί τη ρεαλιστική πραγματικότητα… Οι οικείοι, οι φίλοι, οι ομότεχνοι, όλοι όσοι σχετίστηκαν μαζί του στα λίγα χρόνια που έζησε στην Ελλάδα (από το 1931 κι εξής), κάνουν λόγο για μια φιγούρα αλλόκοτη, ιδιόμορφη, ωστόσο ελκυστική: αδιαφορούσε για την εξωτερική εμφάνισή του, παθιαζόταν μιλώντας για τα θέματα που αυτός πίστευε πρωταρχικής σημασίας, διεκδικούσε από τους συνομιλητές του μιαν ανάλογη -με τη δική του σοβαρότητα- εμπεριστατωμένη άποψη. Ήταν επίσης τα ελληνικά του κακοδιατυπωμένα και φτωχά (με έντονη ιταλική προφορά κι ανεπαρκή λεξιλογικό πλούτο) ώστε σε αντιθετικό συνδυασμό με την πλούσια γνωσιακή σκευή του (νέες, αυτούσιες ποιητικές προτάσεις και στοιχεία της σύγχρονης φιλοσοφικής παιδείας) δεν επέτρεπαν στις καλλιτεχνικές παρέες της εποχής να τον πλησιάσουν, να ταυτιστούν με τις εκφραστικές ανησυχίες και προεκτάσεις της σκέψης του. Αυτή η μετέωρη φιγούρα, ως εκ τούτου, ήταν επόμενο είτε να κερδίσει τον θαυμασμό είτε να παρεξηγηθεί και να θεωρηθεί αποδιοπομπαίος. Κι όμως, ήταν ο Σαραντάρης εκείνος ο οποίος ανακάλυψε την ποιητική φλέβα του Οδυσσέα Ελύτη, λ.χ., παροτρύνοντάς τον να δοκιμαστεί στον στίβο της πρώτης δημοσίευσης. Όπως επίσης, ήταν ο νεαρός παθιασμένος ομιλητής στη Φοιτητική Λέσχη ή στο Προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών που διατύπωνε τη δική του κοσμοθεωρία αδιαφορώντας για τα ρητορικά κλισέ, τη λογοκρατία των φιλοσόφων και τη σύγχρονη θεωρητική μεθοδολογία, στεκόμενος ανάμεσα σε ακμάζουσες προσωπικότητες όπως ο Κ. Δεσποτόπουλος, ο Κ. Τσάτσος, ο Ι. Συκουτρής.
Η εικόνα του μέσα από τη σύγχρονη προσέγγιση του έργου που κατέλιπε, θα μπορέσει να αποκατασταθεί μόνον διαμέσου της μελέτης του ποιητή και του φιλοσόφου, ως ένα όλον. Ο «ένας εισχωρούσε μέσα στον άλλον», όπως ακριβώς είχε παρατηρήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (γνώριμός του από τα χρόνια της θητείας του ως κοινωνιολόγος στη Φιλοσοφική της Αθήνας). Πάντως, για τον Σαραντάρη έχει κομβική σημασία η αλήθεια, η οποία συνεπάγεται τη συνείδηση. «Γι’ αυτό θέλει την πραγματικότητα-ύπαρξη», έγραφε στο πρώτο του στοχαστικό δοκίμιο (Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης, 1937). «Ο άνθρωπος για να ζήσει τη ζωή του λογικά και σύμφωνα με όλες τις δυνατότητες της καθολικής του φύσης πρέπει να είναι βέβαιος για τη δική του πραγματικότητα, πρέπει δηλαδή να μπορέσει, να επιτύχει να θεωρήσει τη δική του πραγματικότητα, πραγματικότητα-ύπαρξη, μόνην πραγματικότητα». Αλλά και στην ποίηση έδινε ανάλογη δυνατότητα προσέγγισης της ανθρώπινης ύπαρξης, στην αυτάρκεια και τη δυνατότητά της να ορίσει την πραγματικότητα. Γράφει χαρακτηριστικά: «…Κάπου ο κίνδυνος είναι μεγάλος/ Όμως αυθόρμητα τραβάμε ίσια/ Προχωρούμε όχι πια μέσα στη μουσική/ Αλλά μέσα στο θάνατο/ Κι ο δρόμος μας δεν έχει τέλος» (στη συλλογή Στους φίλους μιας άλλης χαράς, 1940).
Ο Σαραντάρης γεννήθηκε και ανδρώθηκε σε καλλιεργημένο περιβάλλον: οικογένεια εμπόρων ελληνικής καταγωγής, αστικός ορίζοντας μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ιταλίας, επαφή με την «καρδιά» της καλλιτεχνικής πραγματικότητας στην Ευρώπη. Το ελληνικό «πέρασμά» του υπήρξε γόνιμο, ευεπίφορο μα συνάμα καταστροφικό για τον ίδιο. Οικοδομώντας τη δική του, την ιδιότυπη ίσως για κάποιους ελληνικότητα στη συνείδησή του, επιδίωξε να δώσει μορφή σ’ έναν κοσμοπολιτισμό και σε μια ρηξικέλευθη διάθεση πρωτοπορίας.
Ωστόσο, στις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό του: τι ακριβώς προασπίζει η θηριωδία ενός πολέμου; Η δύσκολη συνθήκη της μάχης στα ηπειρώτικα βουνά, το αδιέξοδο από την αγωνία της επιβίωσης, η πλήρης υποταγή στην ειμαρμένη της πραγματικότητας, μπορούν να θεωρηθούν δεδομένα για τον Σαραντάρη, που πίστευε ότι τραγική κατάληξη για τον άνθρωπο είναι ο πόλεμος: «Πολιτισμένος είναι μονάχα όποιος πιστεύει στην αιωνιότητα του ανθρώπου», υποστηρίζοντας ότι αυτή η βαρβαρότητα δεν επιτρέπει στην ύπαρξη να υψωθεί στη διάστασή της, να οδηγηθεί «η διάνοια και το αίσθημα κάτω από την πυκνή και λογική της πίστης στον άνθρωπο…».
Το πρόωρο τέλος του είχε προδιαγραφεί. Όπως σημειώνει στα «Ανοιχτά Χαρτιά» ο Οδυσσέας Ελύτης, ήταν η πιο άδικη επιλογή αυτός ο «εύθραυστος διανοούμενος που μόλις στεκότανε στα πόδια του» να σταλεί στο μέτωπο: «Φαίνεται ότι πέρασε φριχτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα ‘χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε βοήθεια στους άλλους φαντάρους, αυτός ο χριστιανός φώναζεβοήθεια˙ και τ’ αδέρφια τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίσταχτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή…».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία συμπολεμιστή του, ο Σαραντάρης είχε δημιουργική έμπνευση παρά τις κακουχίες. Κάπου στην περιοχή της Κλεισούρας συναπαντήθηκαν. Εκείνος ήταν εξαντλημένος, πεινασμένος και ωχρός στην όψη. Μέσα από το χιτώνιό του έβγαλε έναν μάτσο χαρτιά – το ένα ήταν ιατρική γνωμάτευση που τον έστελνε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα, το άλλο ήταν ένα ποίημα –μάλλον το τελευταίο του– γραμμένο σε αντίσκηνο: «Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτεινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα (Φεβρουάριος 1941) βρέθηκε σε ιδιωτική κλινική στην Οδό Τροίας. Υπέφερε από τύφο. Η μαρτυρία της ποιήτριας Μελισσάνθης δίνει την τελευταία εικόνα του: «αποσαρκωμένος σαν βυζαντινός άγιος», «άνθρωπος κάποιου άλλου κόσμου». Ύστερα από μερικές ημέρες υπέκυψε εξαιτίας της έλλειψης αντιβιοτικών.
Μέσα στην αναταραχή του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, η φιγούρα του έμεινε στο περιθώριο της μνήμης, τόσο από τους φίλους όσο και από τους ομοτέχνους του. Το σύνολο του αρχειακού υλικού που συγκεντρώθηκε αργότερα, δεν έμελλε να λάβει τη δέουσα προσοχή και αξιοποίηση. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες ώστε ο Σαραντάρης να βρει τον δρόμο του ανάμεσα στους αναγνώστες και τους νεότερους ποιητές. Οι φιλολογικές μελέτες, οι ανθολογίες, τα κριτικά κείμενα γύρω από το έργο του αυξάνονται γεωμετρικά, παρ’ όλ’ αυτά. Και το πιο σημαντικό σ’ αυτή τη συζήτηση κατατίθεται από τον ίδιο: «Τα κύματα είναι οι ψυχές των ανθρώπων που αληθινά δεν πεθαίνουν, δηλαδή οι ψυχές όλων των ανθρώπων της γης, που πραγματικά τραγουδάν, όταν σωπαίνει ο ήλιος. Δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι, δεν πεθαίνουν τα κύματα, όποιους κοιτάζει τα κύματα ξεχνάει και τούτο ακόμα, πως κάποτε φαινομενικά θα πεθάνει».
Το πρόωρο τέλος του είχε προδιαγραφεί. Όπως σημειώνει στα «Ανοιχτά Χαρτιά» ο Οδυσσέας Ελύτης, ήταν η πιο άδικη επιλογή αυτός ο «εύθραυστος διανοούμενος που μόλις στεκότανε στα πόδια του» να σταλεί στο μέτωπο: «Φαίνεται ότι πέρασε φριχτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα ‘χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε βοήθεια στους άλλους φαντάρους, αυτός ο χριστιανός φώναζεβοήθεια˙ και τ’ αδέρφια τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίσταχτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή…».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία συμπολεμιστή του, ο Σαραντάρης είχε δημιουργική έμπνευση παρά τις κακουχίες. Κάπου στην περιοχή της Κλεισούρας συναπαντήθηκαν. Εκείνος ήταν εξαντλημένος, πεινασμένος και ωχρός στην όψη. Μέσα από το χιτώνιό του έβγαλε έναν μάτσο χαρτιά – το ένα ήταν ιατρική γνωμάτευση που τον έστελνε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα, το άλλο ήταν ένα ποίημα –μάλλον το τελευταίο του– γραμμένο σε αντίσκηνο: «Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτεινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα (Φεβρουάριος 1941) βρέθηκε σε ιδιωτική κλινική στην Οδό Τροίας. Υπέφερε από τύφο. Η μαρτυρία της ποιήτριας Μελισσάνθης δίνει την τελευταία εικόνα του: «αποσαρκωμένος σαν βυζαντινός άγιος», «άνθρωπος κάποιου άλλου κόσμου». Ύστερα από μερικές ημέρες υπέκυψε εξαιτίας της έλλειψης αντιβιοτικών.
Μέσα στην αναταραχή του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, η φιγούρα του έμεινε στο περιθώριο της μνήμης, τόσο από τους φίλους όσο και από τους ομοτέχνους του. Το σύνολο του αρχειακού υλικού που συγκεντρώθηκε αργότερα, δεν έμελλε να λάβει τη δέουσα προσοχή και αξιοποίηση. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες ώστε ο Σαραντάρης να βρει τον δρόμο του ανάμεσα στους αναγνώστες και τους νεότερους ποιητές. Οι φιλολογικές μελέτες, οι ανθολογίες, τα κριτικά κείμενα γύρω από το έργο του αυξάνονται γεωμετρικά, παρ’ όλ’ αυτά. Και το πιο σημαντικό σ’ αυτή τη συζήτηση κατατίθεται από τον ίδιο: «Τα κύματα είναι οι ψυχές των ανθρώπων που αληθινά δεν πεθαίνουν, δηλαδή οι ψυχές όλων των ανθρώπων της γης, που πραγματικά τραγουδάν, όταν σωπαίνει ο ήλιος. Δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι, δεν πεθαίνουν τα κύματα, όποιους κοιτάζει τα κύματα ξεχνάει και τούτο ακόμα, πως κάποτε φαινομενικά θα πεθάνει».