Κατέβηκα
στον μεγάλο κεντρικό δρόμο
Στης
πόλης την αδιάκοπτη φασαρία
Διαπίστωσα
στον ανθρώπινο πόνο
Την
ανώφελη και χρονοβόρα ιστορία
Στον
μεγάλο κήπο κάθισα σε ένα παγκάκι
Και
ενώ άκουγα τα πουλιά να κελαηδούν
Σκέφτηκα
‘’ίσως διαμαρτύρονται στον Άδη
Στους
ανθρώπους που εδώ κατοικούν’’
Ένιωσα
άξαφνα την ανάγκη της ποίησης
Σαν
ηδονής φτερούγισμα, σαν θάνατο
Σαν
ένα Ήλιο της ζωής και της μύησης
Το
να σπαταλάς τον πόνο είναι βάσανο
Με
πλησίασε θαρραλέα ένας ηλικιωμένος
Ζήτησε
ευγενικά να του δώσω ένα κέρμα
Μου
έμοιαζε ζητιάνος ο Εσταυρωμένος
Και
οι ελπίδες που κυοφορούσα ένα ψέμα!
Ύστερα
από ώρες που κοιτούσα το κενό
Η
πλατεία έμοιαζε σαν προαύλιο φυλακής
Ξεχνάς
τα κάγκελα κάτω απ’ τον ουρανό
Η
ανημποριά γίνεται ένα ξέσπασμα στοργής
Απογυμνωμένος
και σιωπηλός σαν γρίφος
Έψαχνα
να βρω μια αφορμή για να φύγω
Επιθυμούσα
πλέον της καρδιάς το σφρίγος
Να
επιστρέψω επιτέλους εκεί όπου ανήκω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου